Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρέπω (τρέπομαι) σε

  • 1 τρέπομαι

    τρέπω
    Studien zum griech. Perf.
    pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > τρέπομαι

  • 2 τρέπω

    (αόρ. έτρεψα, παθ. αόρ. ετράπην, μετχ. ηρκ. τετραμμένος) μετ.
    1) поворачивать; направлять; 2) превращать, обращать; обменивать (деньги);

    τρέπ τον δεκαδικόν αριθμό σε κλάσμα — превращать десятичную дробь в простую;

    γ τρέπω εις φυγήν — обращать в бегство;

    τρέπομαι уст. — направляться;

    § τρέπομαι εις φυγήν — обращаться в бегство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρέπω

  • 3 ὑπερ-εκ-τρέπομαι

    ὑπερ-εκ-τρέπομαι ( τρέπω), pass., Einem über die Maaßen ausweichen, ihn meiden, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὑπερ-εκ-τρέπομαι

  • 4 φυγή

    η
    1) бегство, побег;

    άτακτη φυγή — беспорядочное бегство;

    τρέπω (τρέπομαι) σε φυγή — обращать (обращаться) в бегство;

    2) муз. фуга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυγή

  • 5 stampede

    [stæm'pi:d] 1. noun
    (a sudden wild rush of wild animals etc: a stampede of buffaloes; The school bell rang for lunch and there was a stampede for the door.) πανικόβλητη φυγή ζώων
    2. verb
    (to (cause to) rush in a stampede: The noise stampeded the elephants / made the elephants stampede.) τρέπω/τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > stampede

  • 6 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 7 бегство

    бегство
    с ἡ δραπέτευση [-ις], ἡ φυγή, ἡ ἀπόδραση:
    обращать кого-л. в \бегство τρέπω σέ (или είς) φυγή[ν]; спасаться \бегством τό βάζω στά πόδια, τρέπομαι είς φυγήν.

    Русско-новогреческий словарь > бегство

  • 8 προτρέπομαι

    προ-τρέπομαι ( τρέπω), ipf. προτρέποντο, aor. 2 subj. προτράπηται, opt. - οίμην, inf. - έσθαι: turn (in flight) to, fig., give oneself to, ἄχεϊ, Il. 6.336.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτρέπομαι

См. также в других словарях:

  • τρέπομαι — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… …   Dictionary of Greek

  • trep-2 —     trep 2     English meaning: to turn; to bow the head (of shame)     Deutsche Übersetzung: “wenden, also sich vor Scham abwenden”     Material: O.Ind. trápatē ‘schämt sich, wird verlegen”, trapü f. “the genitals, Verlegenheit”; Gk. τρέπω, Dor …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»